- κρεοκόπος
- κρεοκόπος, ὁ (Α)αυτός που κόβει το κρέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)-* + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος, ξυλο-κόπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρεοκόπων — κρεοκόπος cutter up of flesh masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… … Dictionary of Greek
κρεοκοπώ — κρεοκοπῶ, έω (Α) [κρεοκόπος] κόβω σε κομμάτια, κρεουργώ … Dictionary of Greek
πηκτίς — ίδος, ή, και δωρ. τ. πακτίς και αιολ. τ. πᾱκτις, ιδος, ΜΑ 1. λυδικής προέλευσης μουσικό όργανο με είκοσι χορδές, που έμοιαζε με άρπα 2. λύρα 3. ποιμενικός αυλός με πολλά ενωμένα καλάμια 4. κλουβί ή δίχτυ για να πιάνουν και να κρατούν μέσα πουλιά… … Dictionary of Greek